Μέσα στην καρδιά της Αθήνας υπάρχει ένα από τα πλέον σημαντικά κτίρια της χώρας αυτό της Βουλής των Ελλήνων όπου στεγάζεται το κοινοβούλιο. Πέρα από τις λειτουργίες που εξυπηρετεί, η ιστορικότητα του κτιρίου είναι πολύ μεγάλη και συνδέεται άμεσα με την ιστορία της Ελλάδας
Τον Μάιο του 1832 υπογράφεται στο Λονδίνο από τις "Τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις"- Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία- η συμφωνία για την εκλογή του ανήλικου πρίγκιπα της Βαυαρίας Όθωνα, ως βασιλιά της Ελλάδας. Την ίδια χρονιά υπογράφεται στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη με την οποία καθορίζονται τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Στις 29 Ιουνίου 1833 υπογράφεται βασιλικό διάταγμα που ορίζει την Αθήνα πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα δημιούργησε επιτακτικά ανάγκες στέγασης τόσο για τις διάφορες υπηρεσίες και τα υπουργεία όσο και για την νέα κατοικία του βασιλιά Όθωνα. Η επιλογή της τοποθεσίας και η ανέγερση των ανακτόρων έγιναν από τον αρχιτέκτονα Γκέρτνερ (Gaertner 1792-1847), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημος αρχιτέκτονας του Κράτους. Με την τελευταία αυτή ιδιότητα συνόδευσε τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο στην Ελλάδα το 1835.
Καταλληλότερη κρίθηκε η περιοχή του λόφου της Μπουμπουνίστρας στο υψηλότερο τμήμα στα ανατολικά όρια της πόλης με το σχετικά ομαλό έδαφος, περιοχή που υπέδειξε ο Γκέρτνερ. Οι κατευθυντήριες γραμμές στην επιλογή του χώρου ήταν η παρουσία του κτηρίου στην πόλη να υπογραμμίζεται και κατά συνέπεια να υπογραμμίζεται και το κύρος της βαυαρικής εξουσίας στην Ελλάδα. Το δεύτερο μικρότερης σημασίας κριτήριο ήταν το υγιεινότερο κλίμα της συγκεκριμένης περιοχής.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι προηγούμενες προτάσεις για τον τόπο ανέγερσης των ανακτόρων που απορρίφθηκαν ως ακατάλληλες, ήταν αυτές των αρχιτεκτόνων Κλεάνθη και Σάουμπερτ (Shaubert) που υπέδειξαν την πλατεία Όθωνος -σημερινή πλατεία Ομονοίας - και το λόφο του Αγίου Αθανασίου στο Θησείο, πρόταση του Κλέντσε (Klenze). Η πρόταση του Σίνκελ (Schinkel) για την ανέγερση των ανακτόρων στην Ακρόπολη ουδέποτε συζητήθηκε σοβαρά.
Το κτήριο
Ο Gaertner ετοίμασε τα σχέδια σεβόμενος την αρχαιολογική κληρονομιά της Αθήνας. Σχεδίασε ένα λιτό και συμπαγές τετράγωνο νεοκλασικό κτήριο 6.994 τ.μ., με τέσσερις εξωτερικές πτέρυγες που η κάθε μια διέθετε τρεις ορόφους, μια μεσαία πτέρυγα με δύο πατώματα και δύο αυλές, τη μεσημβρινή και τη βορινή, χωρίς περιττά διακοσμητικά στοιχεία.
Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 25 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1836.
Το συνολικό κόστος του εγχειρήματος ανήλθε στις 5.450.000 χρυσές δραχμές.
Κάθε όροφος ή τμήμα, εξυπηρετούσε τις στεγαστικές ανάγκες των διαφόρων λειτουργιών του κτηρίου. Στο υπόγειο στεγάζονταν οι αποθήκες. Στο ισόγειο συνυπήρχαν η Γραμματεία και το Ανακτορικό Ταμείο με τους βοηθητικούς τους χώρους, ο ναός των ανακτόρων, το θησαυροφυλάκιο και τα μαγειρεία. Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν οι χώροι υποδοχής και οι χώροι κατοικίας των βασιλέων, οι οποίοι επικοινωνούσαν διαδοχικά μεταξύ τους και ήταν οι πολυτελέστεροι χώροι του κτηρίου. Τον δεύτερο όροφο καταλάμβαναν οι χώροι διαμονής των διαδόχων, του αυλάρχη και του προσωπικού των ανακτόρων.
Το κτήριο σχεδιάστηκε έτσι ώστε να έχει προσπέλαση από όλες του τις πλευρές. Κάθε είσοδος εξυπηρετούσε και μια διαφορετική λειτουργία. Η δε επικοινωνία μεταξύ των ορόφων γινόταν με έναν ικανό αριθμό κλιμακοστασίων που ήταν τοποθετημένα σε όλες τις πτέρυγες του κτίσματος.
Η σημερινή Αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου
Όπως μαρτυρούν τα 270 σχέδια που σώζονται και φυλάσσονται στο Μόναχο, ο Gaetrner προχώρησε και στον επιμέρους σχεδιασμό τμημάτων και χώρων. Υπό τη εποπτεία του -ως επί το πλείστον- ζωγράφοι ιστορικών παραστάσεων αποπεράτωσαν τοιχογραφίες με θέματα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία.
Ένα επιτελείο εργατών, τεχνιτών, αρχιτεκτόνων, διακοσμητών και καλλιτεχνών ειδικευμένων σε διακοσμητική ζωγραφική και επιχρυσώσεις αποτελούμενο από Έλληνες και ξένους συνέβαλαν στην επιτυχή αποπεράτωση του κτηρίου η οποία συντελέστηκε μετά την εγκατάσταση των βασιλέων στα νέα ανάκτορα, στις 4 Σεπτεμβρίου 1843.
Η διακόσμηση των χώρων έγινε ζωγραφίζοντας είτε απ' ευθείας πάνω στους τοίχους και τις οροφές, είτε πάνω σε πίνακες. Δυστυχώς πολύ λίγα είναι αυτά που έχουν σωθεί μετά από τις καταστροφές που υπέστη το κτήριο. Τα περισσότερα πάντως σχέδια ήταν επηρεασμένα από τις αρχαίες κατοικίες της Πομπηίας, του Ερκουλάνουμ και της Σταβίας.
Στην αίθουσα των Τροπαίων (σημερινή αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου) διασώθηκαν οι τοιχογραφίες. Μια ζωοφόρος ύψους 1.22μ και μήκους 78μ., που εκτείνετε σε όλο το χώρο απεικονίζει ιστορικές σκηνές με κεντρικό θέμα την Ελληνική Επανάσταση από την ύψωση της σημαίας στην Αγία Λαύρα μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Η εκτέλεσή τους ανατέθηκε στον γλύπτη Σβαντχάλερ και στους Έλληνες Φίλιππο και Γεώργιο Μαργαρίτη.
Από το 1862 έως το 1924
Με την κατάλυση της βασιλείας του Όθωνα το 1862, ολοκληρώθηκε η πρώτη περίοδος της λειτουργίας του κτηρίου των ανακτόρων. Με την άφιξη και εγκατάσταση του βασιλιά Γεωργίου του Α' στις 17 Οκτωβρίου 1863 προέκυψε μια νέα λειτουργική οργάνωση των χώρων, κυρίως για να εξυπηρετεί την καθημερινή τους ζωή χωρίς να υπάρχουν σημαντικές τροποποιήσεις στο χώρο.
Αφορμή για επεμβάσεις στην αρχική κατασκευή έδωσαν οι δύο μεγάλες πυρκαγιές που ξέσπασαν, η πρώτη το 1884 και η δεύτερη το 1909. Η πρώτη ευθύνεται για την αποτέφρωση του δευτέρου ορόφου της βορινής πτέρυγας. Στη δεύτερη πυρκαγιά οφείλεται η καταστροφή μεγάλου μέρους της κεντρικής πτέρυγας του κτηρίου που περιελάμβανε τις αίθουσες χορού, πολύτιμα αντικείμενα, έπιπλα, τη ζωγραφική και τη γλυπτή διακόσμηση και το παρεκκλήσι από το οποίο ξεκίνησε η καταστροφή. Όσον αφορά τη δυτική πτέρυγα περιορίστηκε στο βόρειο τοίχο της Αίθουσας Τροπαίων (σημερινής Ελευθερίου Βενιζέλου).
Τα έργα αποκατάστασης συνεχίστηκαν μέχρι το 1913 όταν διακόπηκαν λόγω των σημαντικών γεγονότων της εποχής: ο Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου του Α' και η κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Τα πρώην ανάκτορα παρέμειναν κατοικία της βασιλομήτορος Όλγας έως το 1922 που εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος παρέμεινε μετά την ορκωμοσία του, στην μέχρι τότε κατοικία του, στο Μέγαρο της Ηρώδου του Αττικού (το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο). Μετά την παραίτησή του Κωνσταντίνου τα παλιά ανάκτορα μετατράπηκαν σε νοσοκομείο.
Με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924 απομακρύνθηκε η δυναστεία από τη χώρα και καθιερώθηκε η Αβασίλευτη Δημοκρατία.
Μεταβατική Περίοδος
Μετά την οριστική αναχώρηση της βασιλομήτορος Όλγας από την Ελλάδα, το Μέγαρο των Παλαιών Ανακτόρων παρέμεινε ακατοίκητο μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή. Το 1922 στο κτήριο εγκαταστάθηκαν υπηρεσίες περίθαλψης και απασχόλησης προσφύγων όπως νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, εργαστήρια κ.α.
Στα τέλη του 1924 το κτήριο, του οποίου η διαχείριση είχε περιέλθει στο Υπουργείο Γεωργίας, ήταν κατειλημμένο από κρατικές υπηρεσίες (Τοπογραφική του υπουργείου Γεωργίας, Αστυνομία Πόλεων, φρουρά του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.α.) και υπηρεσίες οργανώσεων για την ανακούφιση προσφύγων: Χριστιανική Ένωση Νεανίδων (ΧΕΝ), Near East Relief (NER), Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, ιατρείο βρεφών, οικοτροφείο φοιτητών, εργαστήρια Μπενάκη κ.α. Την ίδια χρονιά το παρεκκλήσι στη ΝΑ γωνία του ισογείου παραχωρήθηκε προσωρινά στην Ευαγγελική Εκκλησία.
Το 1925 στον περίβολο των Παλαιών Ανακτόρων ανεγέρθηκε ένα μικρό κτίσμα το γνωστό ως σήμερα "Παλατάκι" με σχέδια του Τόμσον, αρχιτέκτονα της Γεννάδιου Βιβλιοθήκης. Στο χώρο αυτό στεγάστηκε πωλητήριο ειδών ραπτικής και χειροτεχνίας των Εργαστηρίων Μπενάκη (που λειτουργούσαν σε χώρους των Ανακτόρων).
Την ίδια χρονιά τη διαχείριση του κτηρίου ανέλαβε η Αεροπορική 'Αμυνα και αποφασίστηκε η εγκατάσταση σε αυτό του Υπουργείου Στρατιωτικών και Ναυτικών. Οι εργασίες διαρρύθμισης άρχισαν τον Ιούλιο του 1926 αλλά διακόπηκαν δυο μήνες αργότερα όταν αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί ως Μέγαρο της Βουλής και της Γερουσίας.
Το 1927 εγκαινιάστηκε το "Μουσείο Ενθυμίων του Γεωργίου Α'" ως παράρτημα του Εθνικού-Ιστορικού Μουσείου, στα βασιλικά διαμερίσματα των Παλαιών Ανακτόρων και λειτούργησε σε αυτόν τον χώρο έως τον Αύγουστο του 1930. Από το 1936 το Μουσείο εγκαταστάθηκε σε τρεις αίθουσες του ΝΔ τμήματος του ισογείου και λειτούργησε στον χώρο αυτό έως το 1941 όπου οι αίθουσες παραχωρήθηκαν στον Ελληνοϊταλικό Σύνδεσμο.
Το 1928 αποφασίστηκε η ανέγερση Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτου και η λειτουργία του κτηρίου ως Μεγάρου Βουλής.
Το Ελληνικό Κοινοβούλιο (διαρρυθμίσεις και επεμβάσεις)
Το Νοέμβριο του 1929 η Κυβέρνηση αποφάσισε τη μεταφορά της Βουλής από το παλαιό Βουλευτήριο της οδού Σταδίου και τη στέγαση της μαζί με τη Γερουσία στο κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων. Γίνονται οι πρώτες συναντήσεις του πρωθυπουργού Ελ.Βενιζέλου, με τον διευθυντή των γραφείων της Βουλής Βενετάκη και τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Ο τελευταίος αναλαμβάνει τη διαρρύθμιση του κτηρίου και την επίβλεψη του έργου της μετατροπής του σε Κοινοβούλιο.
Την ίδια χρονιά ξεκίνησαν και οι εργασίες κατεδάφισης της κατεστραμμένης από την πυρκαγιά του 1909 μεσαίας πτέρυγας του κτηρίου και ένα χρόνο αργότερα ξεκίνησαν οι εργασίες μετασκευής.
Στο εσωτερικό του κτηρίου κατεδαφίστηκε μέχρι τα θεμέλια ό,τι είχε απομείνει από τη μεσαία πτέρυγα. Στη θέση της και σε τμήμα της αυλής των ανακτόρων, οικοδομήθηκαν οι αίθουσες της Βουλής και της Γερουσίας και βοηθητικοί υπόγειοι χώροι. Η αίθουσα συνεδριάσεων και αυτή της Γερουσίας καλύφθηκαν με γυαλί για να υπάρχει φυσικός φωτισμός. Οι στεγασμένοι χώροι του κτηρίου καλύπτουν περίπου 17.300τ.μ.
Ταυτόχρονα, πραγματοποιήθηκαν και διάφορες άλλες λειτουργικές παρεμβάσεις προς εξυπηρέτηση των νέων αναγκών. Στο ισόγειο στεγάστηκαν το γραφείο του Πρωθυπουργού, η Αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου, τα γραφεία του Προέδρου της Βουλής, του Διευθυντή της Βουλής και η αίθουσα των βουλευτών.
Ολόκληρος ο πρώτος όροφος διαμορφώθηκε σε γραφεία. Προθάλαμος της Γερουσίας ήταν η "Αίθουσα των Τροπαίων" και αναγνωστήριο των Γερουσιαστών η "Αίθουσα των Αγωνιστών". Η επιφάνεια του δευτέρου ορόφου στεγάζει τη Βιβλιοθήκη, το αναγνωστήριο, το βιβλιοστάσιο και βοηθητικούς χώρους. Στους υπόλοιπους χώρους προβλέπεται η εγκατάσταση του Συμβουλίου της Επικρατείας με μεγάλη "αίθουσα εκδικάσεων" στο βορινό τμήμα της ανατολικής πλευράς που διατηρείται μέχρι σήμερα.
Όσον αφορά την εξωτερική όψη του κτηρίου η σημαντική αλλαγή που συντελέστηκε χωρίς να αλλοιώσει την μορφή και την αισθητική του, αφορά την βορινή πλευρά δηλαδή την νέα είσοδο του κτηρίου όπου κατασκευάσθηκε ένα πρόπυλο με έξι δωρικούς κίονες με στοιχεία δανεισμένα από τα δύο άλλα πρόπυλα που κοσμούν την δυτική και την ανατολική όψη.
Μια σειρά από οικοδομικές εργασίες που έγιναν περιελάμβαναν διακοσμήσεις με έγχρωμα κεραμικά πλακίδια, μαρμάρινα, ξύλινα και ψηφιδωτά δάπεδα, ορθομαρμαρώσεις που επένδυσαν τις κάτω αίθουσες της Βουλής και της Γερουσίας έως το ύψος των θεωρείων και ξυλεπενδύσεις σε άλλους χώρους.
Στο χώρο του προαυλίου των Παλαιών Ανακτόρων ανεγέρθηκε το 1932 το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη φιλοτεχνημένο από τον αρχιτέκτονα Αδριανού Λαζαρίδη. Έκτοτε αποτελεί το επίκεντρο των εθνικών εορτασμών.
Πρώτη η Γερουσία εγκαταστάθηκε στο ανακαινισμένο κτήριο των Παλιών Ανακτόρων στις 2 Αυγούστου 1934 καθώς και η βιβλιοθήκη και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η Βουλή μεταφέρθηκε εκεί την 1η Ιουλίου 1935 όπου άρχισαν και οι εργασίες της Ε΄ Εθνικής Συνέλευσης.
Από το 1935 έως σήμερα στο κτήριο στεγάζεται το Κοινοβούλιο, με μικρές διακοπές κατά την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, της γερμανικής κατοχής και του απριλιανού πραξικοπήματος.
Η Βουλή των Ελλήνων σήμερα
Από το 1975 έως σήμερα γίνονται συνεχώς εργασίες για την καλύτερη λειτουργία και την βελτίωση της εμφάνισης του κτηρίου. Η εγκατάσταση συστήματος κλιματισμού και η αναμόρφωση του ηλεκτρικού δικτύου είναι μερικά μόνο δείγματα των αλλαγών.
Μετά τη μεταφορά, του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1993 στο ανακαινισμένο κτήριο του Αρσακείου, τα Παλαιά Ανάκτορα στεγάζουν τη Βουλή, τα γραφεία του Προέδρου της Βουλής και των Αντιπρόεδρων, τις αίθουσες των κομμάτων, το γραφείο του Πρωθυπουργού, το νομικό γραφείο του Πρωθυπουργού, τη γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου καθώς και άλλες υπηρεσίες της Βουλής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου